Η Ιστορία της Πολυκατοικίας στον 21ο αιώνα

Κτίστηκα με αντιπαροχή, κατά την περίοδο του 1976­1977, στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου. Είμαι πενταώροφη με 23 μικρά και μεγάλα διαμερίσματα, εκ των οποίων δύο γκαρσονιέρες στον ημιώροφο, ένα δυάρι στο ισόγειο και ένα στο υπόγειο. Επιπλέον, στο ισόγειο διαθέτω τέσσερα μαγαζιά με υπόγειο το καθένα. Στον υπόλοιπο υπόγειο χώρο μου βρίσκεται, επίσης, ένας υποσταθμός της Δ.Ε.Η., αλλά και το λεβητοστάσιο, το οποίο σχεδιάστηκε, για να καίει μαζούτ, αλλά, εξαρχής και για αρκετά χρόνια, έκαιγε πετρέλαιο.
Διαθέτω, ως εκ τούτου, ελάχιστους κοινόχρηστους χώρους, γιατί ο εργολάβος κατάφερε, για ευνόητους λόγους, να εκμεταλλευθεί στο έπακρο τους διαθέσιμους βγάζοντας απ’ τη μύγα ξύγκι, που λέει ο λαός, με αποτέλεσμα να ασφυκτιούν, όσοι κατοικούν στα διαμερίσματά μου. Μ’ αυτήν τη λογική, δεν λήφθηκε καμιά μέριμνα για υπόγειο γκαράζ αυτοκινήτων, αλλά και ποδηλάτων. Παρόλα αυτά, δεν υπήρχε πρόβλημα παρκαρίσματος, αρχικά, γιατί κυκλοφορούσαν, ακόμη, λίγα αυτοκίνητα στην πόλη, οπότε οι γύρω δρόμοι και η παρακείμενη οδός 23ης Οκτωβρίου, σήμερα, και Γεωργίου Β’ ή Βόλου, τότε, εξασφάλιζαν εύκολο παρκάρισμα. Αντίθετα, σήμερα, που ο στόλος αυτοκινήτων μεγιστοποιήθηκε, το πρόβλημα είναι, ιδιαίτερα, σημαντικό και, γι’ αυτό, οι ένοικοί μου ταλαιπωρούνται.
Πέραν τούτων, η κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης και η αναγκαστική κοινή χρήση της, ενώ στην αρχή, τουλάχιστον, έγινε δεκτή με ικανοποίηση, είχε ως αποτέλεσμα να εμφανισθούν διάφορα νέα προβλήματα. Και αυτό γιατί, την περίοδο εκείνη, δεν υπήρχαν, ακόμη, οργανωμένες εταιρείες, που αναλάμβαναν την έκδοση κοινοχρήστων και την εκτέλεση εργασιών συντήρησης των πολυκατοικιών, οπότε η γενική συνέλευση των ενοίκων έπρεπε να επιλέγει, κατά τακτά χρονικά διαστήματα και εκ περιτροπής, τον διαχειριστή μου, ο οποίος, εθελοντικά και αμισθί, έκανε όλες τις δουλειές. Έλα, όμως, που δεν δέχονταν οι περισσότεροι ένοικοι να αναλάβουν μια τέτοια ευθύνη. Ευτυχώς, υπήρχαν κάποιοι πρόθυμοι και το πρόβλημα λυνόταν, μέχρι που κάποια εταιρεία έκδοσης κοινοχρήστων ανέλαβε αυτήν την υποχρέωση και, έτσι, περιορίστηκε το πρόβλημα, αλλά, εν μέρει, γιατί κακοπληρωτές δεν έπαυσαν να υπάρχουν.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται χρέη προς τρίτους, να μειώνεται και να εξαφανίζεται, σιγά­-σιγά, το αποθεματικό ποσό, που είχαν καταθέσει, αρχικά και αναλογικά, οι ιδιοκτήτες, οπότε υπολειτουργούσα ασθμαίνοντας και με ενέσεις, κατά καιρούς, στο αποθεματικό μου. Πρέπει, εδώ, να αναφέρω, ότι οι ιδιοκτήτες, που κατοικούσαν και κατοικούν στα διαμερίσματά μου, ήταν και παραμένουν ελάχιστοι, αφού κάποιοι είχαν επενδύσει στην αγορά και στην ενοικίαση διαμερισμάτων, αλλά κατοικούσαν αλλού. Γι’ αυτό, οι ένοικοί μου είναι, ως επί το πλείστον, ενοικιαστές, που, συχνά ­πυκνά, αλλάζουν κατοικία αφήνοντας πίσω τους εκκρεμότητες.
Και επειδή πληρώνονταν πολύ μεγάλα ποσά για αγορά πετρελαίου, ευτυχώς που, κάποια στιγμή, έφθασε και στην περιοχή μας το φυσικό αέριο και αποφασίστηκε η σύνδεσή μου με το δίκτυό του αντικαθιστώντας τον καυστήρα πετρελαίου με φυσικού αερίου. Τα οφέλη, μπορώ να πω, ήταν πολλά και σε χρήμα και σε καθαριότητα. Επειδή, όμως, οι κακοπληρωτές ένοικοι δεν είχαν τελειωμό, το πρόβλημα λύθηκε με κατά πλειοψηφία απόφαση των ιδιοκτητών να καταργηθεί η κεντρική θέρμανση και ο καυστήρας της και να λειτουργήσει αυτόνομη σε κάθε διαμέρισμα και μαγαζί, οπότε κάθε ιδιοκτήτης, ξεχωριστά και ανεξάρτητα, έκανε τις επιλογές του.
Βεβαίως, συνεχίζουν, να υπάρχουν δραστηριότητες και συντηρήσεις, που προϋποθέτουν έκδοση κοινοχρήστων, ενώ οι κακοπληρωτές τους δεν εξέλιπαν, πλήρως. Το σημαντικότερο, ωστόσο, πρόβλημα, που, εξαρχής, ταλαιπωρεί τους ενοίκους μου, είναι άλλο. Επειδή οι περισσότεροι απ’ αυτούς, όπως προείπα, είναι ενοικιαστές, οπότε, συχνά­ πυκνά, έρχονται και παρέρχονται. Επειδή, μετά την καθιέρωση της αυτόνομης θέρμανσης, έχουν ελαχιστοποιηθεί οι γενικές συνελεύσεις, που, αν μη τι άλλο έφερναν πιο κοντά τους ενοίκους μου, έστω και για λίγο. Αλλά και επειδή, για πολλούς γνωστούς λόγους, οι άνθρωποι, γενικώς, φοβούνται ν’ ανοίξουν την πόρτα του διαμερίσματός τους, πολλοί ένοικοι δεν έχουν επαφή και δεν γνωρίζονται, καν, μεταξύ τους. Περιττό, μάλιστα, να πω, ότι είναι, σχεδόν, ανύπαρκτο το ενδιαφέρον τους για φθορές, που υφίσταμαι, στους κοινόχρηστους χώρους μου. Μέχρι και ποδήλατα, άλλωστε, κάποιοι παρκάρουν έξω απ’ τα διαμερίσματά τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους τοίχους μου και την καθαριότητά μου. Θα μπορούσα, λοιπόν, να πω, ότι οι ένοικοί μου, ενώ βρίσκονται τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο, λειτουργούν σαν ξένοι μεταξύ τους και αδιαφορούν για τον διπλανό τους.
Σημείο των καιρών, θα μου πείτε, αφού η δική μου περίπτωση δεν είναι μοναδική, αλλά αποτελεί τον καθρέφτη της σημερινής κοινωνίας. Κρίμα, και πάλι, κρίμα!
Από τον Κώστα Γιαννούλα
Προηγούμενο άρθροΕπίδομα θέρμανσης: Μέχρι πότε πρέπει να βάλετε πετρέλαιο για να πάρετε χρήματα
Επόμενο άρθροΤα πάρκινγκ στις πιλοτές «μπλοκάρουν» τις μεταβιβάσεις